- θολώνω
- (ΑΜ θολῶ, Μ και θολώνω) [θολός]1. (για το νερό και άλλα υγρά) (μτβ.) κάνω κάτι θολό, τό κάνω να χάσει τη διαύγεια ή τη διαφάνεια του2. μτφ. (μτβ.) συνταράσσω, ταράζω, θορυβώ, συγχύζω κάποιον ή κάτι («θολοῑ δὲ καρδίαν», Ευρ.)νεοελλ.-μσν.1. (αμτβ.) γίνομαι θολός, συσκοτίζομαι, σκοτεινιάζω, γίνομαι νεφελώδης, συννεφιάζω2. γίνομαι άγριος, αγριεύω3. (η μτχ. παθ. ενεστ. ως επίθ.) θολωμένος, -η, -οθαμπός, σκοτεινός, αυτός που δεν έχει λάμψη, σκοτεινιασμένος, συννεφιασμένοςνεοελλ.1. αμαυρώνω, κηλιδώνω2. φρ. α) «θολώνω τα νερά» — δημιουργώ σύγχυση για να συγκαλύψω κάτιβ) «θόλωσε το μάτι μου»i) εξαγριώθηκαii) ένιωσα ζωηρή επιθυμία για κάτι, ένιωσα έντονη την έλλειψη κάποιου πράγματοςγ) «θολώνουν τα μάτια μου» — βουρκώνουν τα μάτια μου από δάκρυα.
Dictionary of Greek. 2013.